- κακοδοξία
- η1. κακή φήμη, ανυποληψία, κακό όνομα.2. (εκκλησ.), πίστη σε σφαλερά θρησκευτικά δόγματα, ανορθοδοξία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοδοξία — κακοδοξίᾱ , κακοδοξία bad repute fem nom/voc/acc dual κακοδοξίᾱ , κακοδοξία bad repute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίᾳ — κακοδοξίαι , κακοδοξία bad repute fem nom/voc pl κακοδοξίᾱͅ , κακοδοξία bad repute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξία — η (AM κακοδοξία) [κακόδοξος] αιρετική θρησκευτική δοξασία αρχ. κακή φήμη, ανυποληψία … Dictionary of Greek
κακοδοξίας — κακοδοξίᾱς , κακοδοξία bad repute fem acc pl κακοδοξίᾱς , κακοδοξία bad repute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίαι — κακοδοξία bad repute fem nom/voc pl κακοδοξίᾱͅ , κακοδοξία bad repute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίαν — κακοδοξίᾱν , κακοδοξία bad repute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξιῶν — κακοδοξία bad repute fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίαις — κακοδοξία bad repute fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίην — κακοδοξία bad repute fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek